Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accomplish
/əˈkʌm.plɪʃ/ = VERB: εκπληρώ, συμπληρώ, πραγματοποιώ;
USER: ολοκληρώσει, ολοκληρώσουν, επιτευχθεί, επιτύχει, επίτευξη
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adding
/æd/ = NOUN: άθροιση;
ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών;
USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
adjective
/ˈædʒ.ek.tɪv/ = NOUN: επίθετο;
USER: επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
GT
GD
C
H
L
M
O
advent
/ˈæd.vent/ = NOUN: έλευση, άφιξη;
USER: έλευση, εμφάνιση, άφιξη
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
alert
/əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση;
NOUN: συναγερμός;
USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
alerts
/əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας;
USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
amend
/əˈmend/ = VERB: τροποποιώ, διορθώ, διορθώνω;
USER: τροποποιήσει, τροποποιεί, τροποποιούν, τροποποίηση, τροποποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
amount
/əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό;
VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι;
USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anything
/ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι;
USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
api
/ˌeɪ.piˈaɪ/ = USER: api, ΑΡΙ, την API, API για
GT
GD
C
H
L
M
O
apostrophes
/əˈpɒs.trə.fi/ = NOUN: απόστροφος, αποστροφή;
USER: αποστρόφους, αποστρόφους iια, απόστροφοι, αποστρόφων,
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
apply
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
argument
/ˈɑːɡ.jʊ.mənt/ = NOUN: επιχείρημα, συζήτηση, λογομαχία;
USER: επιχείρημα, επιχειρηματολογία, το επιχείρημα, άποψη, επιχείρημα αυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
arguments
/ˈɑːɡ.jʊ.mənt/ = NOUN: επιχείρημα, συζήτηση, λογομαχία;
USER: επιχειρήματα, τα επιχειρήματα, επιχειρημάτων, επιχειρηματολογία, επιχειρήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assigned
/əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω;
USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
assigns
/əˈsaɪn/ = USER: αναθέτει, εκχωρεί, αντιστοιχίζει, αποδίδει, προσδίδει
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
assuming
/əˈso͞om/ = VERB: υποθέτω, θεωρώ, λαμβάνω, προσλαμβάνω, αξιώ;
USER: υποθέτοντας, θεωρώντας, αναλαμβάνοντας, αν υποτεθεί, παραδοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
aware
/əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων;
VERB: αντιλαμβάνομαι;
USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basically
/ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς;
USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
bot
/bɒt/ = USER: bot, του bot, bot με, το bot
GT
GD
C
H
L
M
O
bots
/bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots
GT
GD
C
H
L
M
O
bottles
/ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά;
VERB: μποτιλιάρω;
USER: μπουκάλια, φιάλες, φιαλών, μπουκαλιών, φιαλίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
brief
/briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς;
NOUN: περίληψη;
VERB: συνοψίζω;
USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες
GT
GD
C
H
L
M
O
brown
/braʊn/ = ADJECTIVE: καστανός, φαιός, καφές, μελαμψός;
NOUN: καστανόχρους;
USER: καφέ, καστανό, brown, καστανά, καφετιά
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
builder
/ˈbɪl.dər/ = NOUN: οικοδόμος;
USER: οικοδόμος, Builder, Δόμηση, κατασκευαστή, οικοδόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
carry
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
channels
/ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός;
VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω;
USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
chat
/tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία;
VERB: συζητώ, κουβεντιάζω;
USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat
GT
GD
C
H
L
M
O
chatbot
/ˈtʃæt.bɒt/ = USER: chatbot, του chatbot,
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
choices
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
USER: επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογή, επιλογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
clause
/klɔːz/ = NOUN: ρήτρα, όρος, πρόταση, παράγραφος, αίρεση, άρθρο συνθήκης, πρόταση συντακτική, ρήτρα συμβολαίου;
USER: ρήτρα, ρήτρας, διάταξη, ρήτρα περί, ρήτρα που
GT
GD
C
H
L
M
O
clicks
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε
GT
GD
C
H
L
M
O
closed
/kləʊzd/ = ADJECTIVE: κλειστό, κλειστός;
USER: κλειστό, κλειστός, κλείσει, έκλεισε, κλειστά, κλειστά
GT
GD
C
H
L
M
O
clue
/kluː/ = NOUN: ένδειξη, ίχνος, νύξη, νήμα;
USER: ένδειξη, ιδέα, ιδέα για, παραμικρή ιδέα, ένδειξη για
GT
GD
C
H
L
M
O
collect
/kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο;
NOUN: προσευχή;
USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
collection
/kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός;
USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
com
/ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
command
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
commands
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
components
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
computational
/kɒm.pjʊˈteɪ.ʃən.əl/ = USER: υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικά, Υπολογιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
configured
/kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμιστεί, διαμορφωθεί, διαμορφωμένη, διαμορφωμένο, διαμορφώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
confirm
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confirms
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνει, επιβεβαιώνει την, βεβαιώνει, επιβεβαιώνει τη, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confusing
/kənˈfjuː.zɪŋ/ = VERB: μπερδεύω, συγχέω, σαστίζω, συγχίζω;
USER: σύγχυση, συγχέοντας, συγχέει, προκαλεί σύγχυση, δημιουργεί σύγχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
confusion
/kənˈfjuː.ʒən/ = NOUN: zmatek, chaos, rozpaky, blázinec;
USER: σύγχυση, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, η σύγχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
consult
/kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται, συμβουλευτείτε το
GT
GD
C
H
L
M
O
contractions
/kənˈtræk.ʃən/ = NOUN: συστολή, σύσπαση, συναίρεση, στένεμα, συνηρημένη λέξη;
USER: συσπάσεις, συστολές, συστολών, συσπάσεων, τις συστολές, τις συστολές
GT
GD
C
H
L
M
O
contribute
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversely
/ˈkɒn.vɜːs/ = ADVERB: αντίστροφως;
USER: Αντίστροφα, Αντιστρόφως, Αντίθετα, Αντιθέτως
GT
GD
C
H
L
M
O
convert
/kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω;
NOUN: προσήλυτος;
ADJECTIVE: προσήλυτος;
USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
convey
/kənˈveɪ/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, αποδίδω, εκχωρώ;
USER: μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
correctly
/kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά;
USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
critical
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
critically
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADVERB: κρισίμως, κρίσιμα, επικριτικά;
USER: κρίσιμα, κρισίμως, επικριτικά, κριτικά, κριτικό πνεύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
crm
= USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
custom
/ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος;
USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customize
/ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμογή, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις
GT
GD
C
H
L
M
O
cutesy
/ˈkjuːt.si/ = USER: iλυκανάλατα, τα cutesy, τα iλυκανάλατα, cutesy, συμπαiή του,
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
datatype
= USER: datatype, τύπος δεδομένων, τύπο δεδομένων, τύπου δεδομένων, τον τύπο δεδομένων"
GT
GD
C
H
L
M
O
datatypes
= USER: datatypes, τύπων δεδομένων, τύπους δεδομένων, τύποι δεδομένων, Οι τύποι δεδομένων"
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
decided
/dɪˈsaɪ.dɪd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος, αποφασιστικός, αναμφισβήτητος, ξεκάθαρος;
USER: αποφάσισε, αποφάσισε να, αποφασιστεί, αποφάσισαν, αποφασίστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
define
/dɪˈfaɪn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζουν, καθορίσουν, καθορίζουν, καθορίσει, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
defined
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
defining
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορισμό, τον καθορισμό, τον ορισμό, καθορισμού, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
delete
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
deleted
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγράφεται, διαγραφεί, διαγράφονται, διαγραφούν, διαγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
description
/dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος;
USER: περιγραφή, περιγραφη, περιγραφής, Περιγραφή Το
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
detect
/dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω;
USER: ανίχνευση, ανιχνεύσει, ανιχνεύουν, ανιχνεύει, εντοπίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
detects
/dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω;
USER: ανιχνεύει, εντοπίζει, ανιχνεύσει, εντοπίσει, αναγνωρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
determine
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
determines
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει, καθορίζει την, καθορίζει το
GT
GD
C
H
L
M
O
developer
/dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστή, προγραμματιστής, developer, έργου, δημιουργών
GT
GD
C
H
L
M
O
developers
/dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστές, developers, οι προγραμματιστές, Εργολάβοι, ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
did
/dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficulty
/ˈdɪf.ɪ.kəl.ti/ = NOUN: δυσκολία;
USER: δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
GT
GD
C
H
L
M
O
digits
/ˈdɪdʒ.ɪt/ = NOUN: ψηφίο, αριθμός, δάκτυλος;
USER: ψηφία, ψηφίων, θέσεις, αριθμούς, ψηφίο
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
distinguish
/dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃ/ = VERB: διακρίνω, ξεχωρίζω;
USER: διακρίνουν, διάκριση, διακρίνει, διακρίνουμε, διακρίνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
dog
/dɒɡ/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων;
USER: σκύλος, σκυλί, σκύλου, σκύλο, σκυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
dogs
/dɒn/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων;
USER: σκύλους, σκύλοι, σκυλιά, σκύλων, τα σκυλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
dot
/dɒt/ = NOUN: τελεία, κουκκίδα, στιγμή, προίκα, σημείο στίξης;
VERB: στίζω;
USER: τελεία, κουκκίδα, dot, κουκίδα, κουκκίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
downs
/daʊn/ = NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: downs, κατεβάζει, αποσβέσεις, καταδιώκει, τα κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
drop
/drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα;
VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει;
USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop
GT
GD
C
H
L
M
O
dropdown
= USER: αναπτυσσόμενο, dropdown, αναπτυσσόμενη, αναπτυσσόμενο μενού, αναπτυσσόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
drown
/draʊn/ = VERB: πνίγω, πνίγομαι;
USER: πνίγω, πνίγομαι, πνίγονται, πνιγεί, πνίξει
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamic
/daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός;
USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamically
/daɪˈnæm.ɪk/ = USER: δυναμικά, δυναμική, δυναμικό, δυναμικώς, δυναμικής
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamics
/daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική;
USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
edit
/ˈed.ɪt/ = VERB: εκδίδω, συντάσσω;
USER: επεξεργαστείτε, επεξεργασία, να επεξεργαστείτε, επεξεργαστείτε το, επεξεργαστείτε τις
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
enters
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισέρχεται, μπαίνει, εισέρχεται σε, εισάγει, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
eventually
/ɪˈven.tju.əl.i/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
everyday
/ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός;
USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
exactly
/ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς;
USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
examining
/ɪɡˈzæm.ɪn/ = VERB: εξετάζω, περιεργάζομαι;
USER: εξετάζοντας, εξέταση, την εξέταση, εξετάζει, εξέτασης
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
except
/ɪkˈsept/ = PREPOSITION: εκτός, πλην;
USER: εκτός, πλην, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
GT
GD
C
H
L
M
O
exception
/ɪkˈsep.ʃən/ = NOUN: εξαίρεση;
USER: εξαίρεση, εκτός, εξαιρουμένων, πλην, εξαίρεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
execute
/ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
execution
/ˌek.sɪˈkjuː.ʃən/ = NOUN: εκτέλεση, θανάτωση;
USER: εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, εκτέλεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
exist
/ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expanded
/ikˈspand/ = ADJECTIVE: αναπτυγμένος;
USER: επεκτάθηκε, επεκταθεί, επέκτεινε, διευρυνθεί, επεκταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
experienced
/ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι
GT
GD
C
H
L
M
O
explain
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγήσει, να εξηγήσει, εξηγούν, εξηγήσουν, εξηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
explaining
/ɪkˈspleɪ.nɪŋ/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγώντας, εξηγεί, εξηγούν, εξήγηση, εξηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
explicitly
/ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς
GT
GD
C
H
L
M
O
extend
/ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
familiar
/fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης;
USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο
GT
GD
C
H
L
M
O
feature
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
fill
/fɪl/ = NOUN: γέμισμα, πλησμονή;
VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ;
USER: γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
filling
/ˈfɪl.ɪŋ/ = NOUN: πλήρωση, σφράγισμα, ρίνισμα, σφράγισμα δοντίου;
ADJECTIVE: χορταστικός;
USER: πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, συμπληρώνοντας, συμπλήρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fine
/faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο;
ADVERB: ωραία;
ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός;
VERB: επιβάλλω;
USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
flow
/fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους;
VERB: ρέω, κυλώ;
USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή
GT
GD
C
H
L
M
O
flowers
/ˈflaʊ.ər/ = NOUN: λουλούδι, άνθος;
USER: λουλούδια, άνθη, τα λουλούδια, λουλουδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
focuses
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
USER: εστιάζει, εστιάζεται, επικεντρώνεται, επικεντρώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
followed
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forecast
/ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία;
VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
garlic
/ˈɡɑː.lɪk/ = NOUN: σκόρδο;
USER: σκόρδο, το σκόρδο, σκόρδου, σκόρδα, σκόρδων
GT
GD
C
H
L
M
O
generic
/dʒəˈner.ɪk/ = ADJECTIVE: γενικός, γένους;
USER: γένους, γενικός, γενική, γενικές, γενικό
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
goals
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
gui
/ˈɡuː.i/ = USER: gui, γραφικό περιβάλλον, γραφικό, GUI για
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
historical
/hɪˈstɒr.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιστορικός;
USER: ιστορικός, ιστορική, ιστορικό, ιστορικά, ιστορικές
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
http
/ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: http, διεύθυνση http
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
hyphen
/ˈhaɪ.fən/ = NOUN: ενωτικό, ενωτικό σημείο, υφέν;
USER: ενωτικό, ενωτικό σημείο, παύλα, ενωτικού, παύλας
GT
GD
C
H
L
M
O
hyphens
/ˈhaɪ.fən/ = NOUN: ενωτικό, ενωτικό σημείο, υφέν;
USER: ενωτικά, παύλες, τις παύλες,
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
icon
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
ideally
/aɪˈdɪə.li/ = USER: ιδανικά, ιδανική, ιδανική περίπτωση, στην ιδανική περίπτωση, σε ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
idiom
/ˈɪd.i.əm/ = NOUN: ιδίωμα, ιδιωματισμός;
USER: ιδίωμα, ιδιώματος, Λόγος, ιδιωματισμός, ιδίωμα που
GT
GD
C
H
L
M
O
idiomatic
/ˌɪd.i.əˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: ιδιωματικός;
USER: ιδιωματικός, ιδιωματικούς, ιδιωματικές, ιδιωματισμούς, ιδιωματική
GT
GD
C
H
L
M
O
idioms
/ˈɪd.i.əm/ = NOUN: ιδίωμα, ιδιωματισμός;
USER: ιδιώματα, ιδιωματισμοί, ιδιωμάτων, ιδιωματισμούς, ιδιωματισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imagine
/ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι;
USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
improved
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inc
/ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.
GT
GD
C
H
L
M
O
infinitive
/ɪnˈfɪn.ɪ.tɪv/ = NOUN: απαρέμφατο;
USER: απαρέμφατο, απαρεμφάτου, άπειρες, infinitive
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informative
/inˈfôrmətiv/ = ADJECTIVE: πληροφοριακός, ειδοποιητήριος;
USER: πληροφοριακός, ενημερωτικό, ενημερωτική, κατατοπιστική, πληροφοριακό
GT
GD
C
H
L
M
O
input
/ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη;
USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
integrate
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
intent
/ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων;
ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος;
USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
interacts
/ˌɪn.təˈrækt/ = USER: αλληλεπιδρά, αλληλεπιδρούν, συνεργάζεται, αντιδρά, αλληλεπίδραση
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
interpret
/ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ;
USER: ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεία, ερμηνεύουν, ερμηνεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
interpretation
/ɪnˌtɜː.prɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: ερμηνεία, εξήγηση;
USER: ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
GT
GD
C
H
L
M
O
interpreter
/inˈtərpritər/ = NOUN: διερμηνέας, ερμηνευτής;
USER: διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
GT
GD
C
H
L
M
O
interprets
/ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ;
USER: ερμηνεύει, ερμηνεύει το, ερμηνεύει τις, ερμηνεία, ερμηνεύει την
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
involve
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
jon
= USER: jon, Ο Jon, Τζον, τον Jon
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keyboard
/ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά;
USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό, του πληκτρολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
kinds
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
knowing
/ˈnəʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: γνωρίζων, έξυπνος;
USER: γνωρίζοντας, ξέροντας, γνωρίζει, να γνωρίζει, γνωρίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
label
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα;
VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
labeled
/ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lengthy
/ˈleŋ.θi/ = ADJECTIVE: εκτενής, μάκρος;
USER: εκτενής, μακρά, χρονοβόρες, χρονοβόρα, μακρές
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
letters
/ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα;
VERB: σημειώ με γράμματα;
USER: γράμματα, επιστολές, γραμμάτων, τα γράμματα, επιστολών
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
likely
/ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης;
USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
linguistics
/lɪŋˈɡwɪs.tɪks/ = NOUN: γλωσσολογία;
USER: γλωσσολογία, Γλωσσολογίας, τη γλωσσολογία, της γλωσσολογίας, Linguistics
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
locate
/ləʊˈkeɪt/ = NOUN: εγκατάσταση;
VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίσει, εντοπίστε, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
looks
/lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό;
USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
lost
/lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία;
USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
lots
/lɒt/ = NOUN: πλήθος, μπόλικος;
USER: παρτίδες, παρτίδων, πολλά, τμήματα, μέρη, μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
mapped
/mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω;
USER: χαρτογραφηθεί, χαρτογραφήθηκαν, χαρτογραφείται, αντιστοιχίζεται, αντιστοιχίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
mapping
/mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω;
USER: χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, χαρτογράφηση των, αντιστοίχιση
GT
GD
C
H
L
M
O
mark
= NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας;
VERB: σημειώνω, μαρκάρω;
USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,
GT
GD
C
H
L
M
O
match
/mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο;
VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν
GT
GD
C
H
L
M
O
matches
/mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο;
VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: σπίρτα, αγώνες, αγώνων, εγγραφές, αντιστοιχία
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
meaning
/mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα;
USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
mentioned
/ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω;
USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε
GT
GD
C
H
L
M
O
menu
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού
GT
GD
C
H
L
M
O
menus
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, τα μενού, μενού του, επιλογές
GT
GD
C
H
L
M
O
merely
/ˈmɪə.li/ = ADVERB: απλώς;
USER: απλώς, μόνο, απλά, μόνον, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
message
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
messaging
/ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
mindset
/ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης
GT
GD
C
H
L
M
O
minimal
/ˈmɪn.ɪ.məl/ = ADJECTIVE: ελάχιστος, μηδαμινός, κατώτατος, παραμικρός;
USER: ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο, ελάχιστες, ελάχιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
minimize
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
modified
= VERB: τροποποιώ, μεταρρυθμίζω, μετασχηματίζω;
USER: τροποποιημένο, τροποποιημένα, τροποποιήθηκε, τροποποιημένων, τροποποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
modifiers
= NOUN: τροποποιητής;
USER: τροποποιητές, τροποποιητικά, τροποποιητών, τροποποιητές της, τροποποιητικά της"
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
n
/en/ = USER: n, ν, η, κ, Β
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
names
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
naming
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονοματοδοσία, ονομασία, ονομάζοντας, ονοματοδοσίας, την ονοματοδοσία
GT
GD
C
H
L
M
O
narrows
/ˈnær.əʊz/ = VERB: στενεύω;
USER: στενεύει, περιορίζει, μειώνει τη διάμετρο, μειώνει τη διάμετρο των, μειώνει τη
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needed
/ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nice
/naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος;
NOUN: νίκαια, ακριβολόγος;
USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
nlp
= USER: NLP, ΕΦΓ, το NLP, ΝΓΠ
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
noise
/nɔɪz/ = NOUN: θόρυβος, βοή, κρότος, τύρβη, σαματάς;
VERB: διαδίδω;
USER: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ο θόρυβος
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notification
/ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία;
USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
notify
/ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ;
USER: κοινοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, ενημερώνει, γνωστοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
noun
/naʊn/ = NOUN: όνομα, ουσιαστικό;
USER: όνομα, ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, ουσιαστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
nouns
/naʊn/ = NOUN: όνομα, ουσιαστικό;
USER: ουσιαστικά, ουσιαστικών, γλώσσα, τα ουσιαστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numeric
/njuːˈmerɪk/ = ADJECTIVE: αριθμητικός;
USER: αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητική, αριθμητικά, αριθμητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
object
/ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα;
VERB: αντιλέγω;
USER: αντικείμενο, σκοπός, αντικειμένου, αντικείμενο της, αντικειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
objects
/ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα;
VERB: αντιλέγω;
USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που
GT
GD
C
H
L
M
O
obvious
/ˈɒb.vi.əs/ = ADJECTIVE: φανερός, πρόδηλος, πασιφανής, ευνόητος, καταφάνερος;
USER: προφανή, προφανές, προφανείς, προφανής, φανερό
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ones
/wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
= NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
= NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organizes
/ˈɔː.ɡən.aɪz/ = VERB: οργανώνω, διοργανώνω;
USER: διοργανώνει, οργανώνει, οργανώνει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
parentheses
/pəˈrenTHəsis/ = NOUN: παρένθεση;
USER: παρενθέσεις, παρένθεση, παρενθέσεων, παρενθέσεως, παρένθεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
parse
/pɑːs/ = VERB: αναλύω πρόταση, τεχνολογώ, αναλύω λέξη;
USER: αναλύσει, να αναλύσει, δυνατή η ανάλυση, αναλύει, parse
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
participle
= NOUN: μετοχή, μετοχή γραμματικής;
USER: μετοχή, μετοχής, participle, μετοχή γραμματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
past
/pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν;
PREPOSITION: μετά;
ADVERB: πέραν;
ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος;
USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
pattern
/ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι;
VERB: αντιγράφω, απομιμούμαι;
USER: πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο, σχέδιο, προτύπου
GT
GD
C
H
L
M
O
patterns
/ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι;
USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
pepperoni
/ˌpepəˈrōnē/ = NOUN: πεπερόνι;
USER: πεπερόνι, pepperoni, πιπεριά,
GT
GD
C
H
L
M
O
perform
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
periods
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: έμμηνα;
USER: περιόδων, περιόδους, περίοδοι, χρονικές περιόδους, περιόδους που
GT
GD
C
H
L
M
O
permanently
/ˈpərmənəntlē/ = ADVERB: μόνιμα;
USER: μόνιμα, οριστικά, μόνιμη, μονίμως, διαρκώς
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
perspective
/pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη;
ADJECTIVE: προοπτικός;
USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
phrase
/freɪz/ = NOUN: φράση;
VERB: εκφράζω;
USER: φράση, φράσης, πρόταση, έκφραση, ιδιωματική έκφραση
GT
GD
C
H
L
M
O
picking
/pik/ = NOUN: συλλογή;
USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
pithier
/ˈpɪθ.i/ = ADJECTIVE: μυελώ'ης, σθεναρός, νευρώ'ης;
USER: pithier,
GT
GD
C
H
L
M
O
pity
/ˈpɪt.i/ = NOUN: κρίμα, έλεος, οίκτος, ευσπλαχνία;
VERB: οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι;
USER: κρίμα, οίκτο, λυπηρό το γεγονός, λυπηρό το, pity
GT
GD
C
H
L
M
O
pizza
/ˈpiːt.sə/ = NOUN: πίτσα, πίτα με τομάτες και τυρί;
USER: πίτσα, Pizza, πίτσας, πίτσες
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
platforms
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων
GT
GD
C
H
L
M
O
poor
/pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος;
USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
GT
GD
C
H
L
M
O
populated
/ˈpɒp.jʊ.leɪt/ = VERB: κατοικώ, οικίζω;
USER: κατοικείται, κατοικημένες, πυκνοκατοικημένη, κατοικούνται, συμπληρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
possessives
= USER: Κτητικά,
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
possibly
/ˈpɒs.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανόν;
USER: πιθανώς, πιθανόν, ενδεχομένως, ίσως
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
pre
/priː-/ = PREFIX: προ-;
USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
predefined
/ˌprēdiˈfīnd/ = ADJECTIVE: προκαθορισμένος;
USER: προκαθορισμένος, προκαθορισμένες, προκαθορισμένο, προκαθορισμένη, προκαθορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
preposition
/ˌprep.əˈzɪʃ.ən/ = NOUN: πρόθεση, πρόθεση γραμματικής;
USER: πρόθεση, πρόθεση από, εμπρόθετο, πρόθεση γραμματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
prepositions
/ˌprep.əˈzɪʃ.ən/ = NOUN: πρόθεση, πρόθεση γραμματικής;
USER: προθέσεις, προθέσεων, οι προθέσεις, τις προθέσεις, προεπιλεγμένες θέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
primarily
/praɪˈmer.ɪ.li/ = ADVERB: πρωτίστως, αρχικά;
USER: πρωτίστως, αρχικά, κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
prior
/praɪər/ = ADVERB: πριν;
ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος;
NOUN: ηγούμενος;
USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
probably
/ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά;
USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
problems
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
processed
/ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
prompt
/prɒmpt/ = VERB: υπενθυμίζω, παρορμώ, παρακινώ;
ADJECTIVE: πρόθυμος, ταχύς;
USER: εντολών, προτρέψει, παρακινήσει, ωθήσει, ζητήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
pronounce
/prəˈnaʊns/ = VERB: προφέρω, απαγγέλω, εκφωνώ, δηλώ;
USER: προφέρω, προφέρεται η λέξη, προφέρετε, προφέρει, προφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
pronounced
/prəˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: σαφής, ορισμένος;
USER: σαφής, έντονη, προφέρεται, έντονες, έντονο
GT
GD
C
H
L
M
O
pronouns
/ˈprəʊ.naʊn/ = NOUN: αντωνυμία;
USER: αντωνυμίες, αντωνυμιών, οι αντωνυμίες, αντωνυμία
GT
GD
C
H
L
M
O
pronunciation
/prəˌnʌn.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκφώνηση, προφορά;
USER: προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς, την προφορά, την προφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
punctuation
/ˌpʌŋk.tjuˈeɪ.ʃən/ = NOUN: στίξη;
USER: στίξη, στίξης, σημεία στίξης, τη στίξη, σημείων στίξης
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
queen
/kwiːn/ = NOUN: βασίλισσα, ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης;
USER: βασίλισσα, Queen, βασίλισσας, κρεβάτι queen, ντάμα
GT
GD
C
H
L
M
O
query
/ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, εξετάζω, ζητώ, ζητώ να μάθω;
USER: απορία, ερώτηση, ερώτημα, το ερώτημα, ερωτήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
querying
/ˈkwɪə.ri/ = VERB: ερωτώ, εξετάζω, ζητώ, ζητώ να μάθω;
USER: επερώτηση, επερωτήσεις, ρωτώντας, ερωτημάτων, επερωτήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reasons
/ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό;
USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
recognized
/ˈrek.əɡ.naɪzd/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος;
USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
recognizes
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
recurring
/rɪˈkɜː.rɪŋ/ = VERB: επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι, συμβαίνω πάλι, ανατρέχω;
USER: επαναλαμβανόμενα, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενων, επαναλαμβανόμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
redundant
/rɪˈdʌn.dənt/ = ADJECTIVE: περιττός, πλεοναστικός;
NOUN: πλεονάζων, υπεράριθμος, περισσός;
USER: περιττός, πλεονάζων, περιττή, περιττές, απολύονται
GT
GD
C
H
L
M
O
refer
/riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
reference
/ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία;
USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που
GT
GD
C
H
L
M
O
referring
/rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: παραπέμποντας, αναφερόμενος, αναφέρεται, αιτούν, αναφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relatively
/ˈrel.ə.tɪv.li/ = USER: σχετικά, σχετικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
remap
= USER: remap, remap υπάρχει, του ReMap,
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
remembering
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμόμαστε, να θυμόμαστε, ανάμνηση, θυμάται, θυμηθούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
remembers
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάται, θυμούνται, θυμηθεί, θυμάται ο, θυμάται τις
GT
GD
C
H
L
M
O
remembrance
/rɪˈmem.brəns/ = NOUN: μνήμη, ανάμνηση, ενθύμηση, ενθύμιο;
USER: ανάμνηση, μνήμη, ενθύμηση, μνήμης, διατήρηση της μνήμης
GT
GD
C
H
L
M
O
represent
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
request
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
responses
/rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, αντιδράσεις, αποκρίσεις, ανταποκρίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
reuse
/ˌriːˈjuːz/ = USER: επαναχρησιμοποίηση, την επαναχρησιμοποίηση, επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούν, επαναχρησιμοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
roughly
/ˈrʌf.li/ = ADVERB: βάναυσως, τραχέως;
USER: περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
rule
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: αποφανθεί, αποκλείει, κανόνα, αποκλειστεί, αποκλείσει, αποκλείσει
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
salesforce
= USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
saying
/ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία;
USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
self
/self/ = PRONOUN: εαυτός;
ADJECTIVE: ίδιος;
USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self
GT
GD
C
H
L
M
O
sentence
/ˈsen.təns/ = NOUN: πρόταση, καταδίκη, απόφαση;
VERB: καταδικάζω;
USER: πρόταση, καταδίκη, φράση, περίοδος, ποινή, ποινή
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
setup
/ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
shop
/ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο;
VERB: ψωνίζω;
USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
short
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής;
USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής
GT
GD
C
H
L
M
O
shorter
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος;
USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
similarly
/ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως;
USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
simpler
/ˈsɪm.pl̩/ = USER: απλούστερη, απλούστερο, απλούστερες, απλούστερα, απλό
GT
GD
C
H
L
M
O
simplified
/ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ;
USER: απλοποιημένη, απλουστευμένη, απλουστευμένες, απλοποιημένο, απλοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
simulating
/ˈsɪm.jʊ.leɪt/ = VERB: προσποιούμαι, υποκρίνομαι;
USER: προσομοίωση, προσομοιώνοντας, προσομοιώνει, προσομοίωσης, προσομοιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
site
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
slash
/slæʃ/ = NOUN: κόψιμο, εγκοπή, επιμήκης;
VERB: πετσοκόβω, σχίζω, κόπτω;
USER: κάθετο, slash, κάθετος, περικοπούν, μειώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
solar
/ˈsəʊ.lər/ = ADJECTIVE: ηλιακός;
USER: ηλιακός, ηλιακή, ηλιακής, ηλιακό, ηλιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
someone
/ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια;
USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
somewhat
/ˈsʌm.wɒt/ = ADVERB: κάπως;
PRONOUN: κάτι;
USER: κάπως, λίγο, ελαφρώς, κάποιο τρόπο, μάλλον, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
sort
/sɔːt/ = NOUN: είδος;
VERB: ταξινομώ, διαλέγω;
USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
sound
/saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό;
ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος;
VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ;
USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
spaces
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: χώρους, χώροι, χώρων, Απαγορεύεται, Απαγορεύεται το
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specified
/ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω;
USER: καθορίζεται, προσδιορίζονται, καθορίζονται, ορίζεται, ορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
specify
/ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω;
USER: καθορίσετε, προσδιορίζουν, προσδιορίζει, καθορίστε, καθορίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
specifying
/ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω;
USER: προσδιορίζοντας, διευκρινίζοντας, καθορίζοντας, προσδιορίζει, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
split
/splɪt/ = NOUN: σπλιτ, διαίρεση, σχίσμα, σχισμή;
VERB: χωρίζω, σχίζω;
ADJECTIVE: σχιστός, σχισμένος;
USER: διαίρεση, χωρίζεται, χωρίσει, χωριστεί, διάσπαση
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
static
/ˈstæt.ɪk/ = ADJECTIVE: στατικός;
NOUN: στατικός ηλεκτρισμός;
USER: στατικός, στατική, στατικό, στατικές, στατικής
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stories
/ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα;
USER: ιστορίες, τις ιστορίες, ιστοριών, οι ιστορίες, ιστορίες που, ιστορίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
subject
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
ADJECTIVE: υποκείμενος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sufficient
/səˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: επαρκής, αρκετός, ικανός;
USER: επαρκής, αρκετός, επαρκή, επαρκείς, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
supplied
/səˈplaɪ/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: παρέχονται, παρέχεται, που παρέχονται, που παρέχεται, παραδίδονται
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
symbol
/ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο;
USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που
GT
GD
C
H
L
M
O
symbols
/ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο;
USER: σύμβολα, συμβόλων, τα σύμβολα, σύμβολα που
GT
GD
C
H
L
M
O
synonyms
/ˈsɪn.ə.nɪm/ = NOUN: συνώνυμο;
USER: συνώνυμα, συνωνύμων, συνώνυμά, λέξης, synonyms
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
task
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
telling
/ˈtel.ɪŋ/ = NOUN: λέγων;
ADJECTIVE: αποτελεσματικός;
USER: λέει, αφήγηση, λέγοντας, λέγοντάς, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
tells
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
temperature
/ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός;
USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
terminology
= NOUN: ορολογία;
USER: ορολογία, ορολογίας, ορολογία που, την ορολογία, της ορολογίας
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
ticket
/ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα;
VERB: επισημειώ, μαρκάρω;
USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια
GT
GD
C
H
L
M
O
tied
/taɪ/ = VERB: δένω, ισοψηφώ;
USER: δεμένα, συνδεδεμένη, δεσμευμένο, δεμένο, δεμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
tolerable
/ˈtɒl.ər.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποφερτός;
USER: ανεκτός, ανεκτό, ανεκτή, ανεκτά, ανεκτού
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
tool
/tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
toppings
/ˈtɒp.ɪŋ/ = NOUN: επικάλυψη;
USER: toppings, καλύμματα, επικαλύψεις, έξτρα, κεφαλές,
GT
GD
C
H
L
M
O
tweet
/twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού;
VERB: τσιτσιρίζω;
USER: τιτίβισμα, Tweet, Μεταβείτε, τσιτσιρίζω, χρήση των
GT
GD
C
H
L
M
O
tweets
/twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού;
USER: tweets, τα tweet, Προσθήκη αυτής, Προσθήκη αυτής της
GT
GD
C
H
L
M
O
twitter
/ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα;
VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι;
USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
typically
/ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
typing
/ˈtaɪ.pɪŋ/ = NOUN: δακτυλογραφία;
USER: πληκτρολόγηση, πληκτρολογώντας, δακτυλογράφηση, πληκτρολογείτε, την πληκτρολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
underground
/ˈəndərˌground/ = ADJECTIVE: υπόγειος, μυστικός, υποχθόνιος;
NOUN: υπέδαφος, υπόγειος σιδηρόδρομος, μυστική οργάνωση πατριώτων;
USER: υπόγειος, υπέδαφος, υπόγειος σιδηρόδρομος, υπόγειο, υπόγεια
GT
GD
C
H
L
M
O
underscores
/ˌʌn.dəˈskɔːr/ = USER: υπογραμμίζει, υπογράμμισης, τονίζει, υπογραμμίζει την, κάτω παύλες
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
uniquely
/jʊˈniːk/ = ADVERB: μοναδικώς;
USER: μοναδικώς, μοναδικά, μοναδικό, μοναδική, μοναδικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
unnecessary
/ʌnˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: περιττός, όχι αναγκαίος, αναναγκαίος;
USER: περιττός, περιττή, περιττές, περιττό, περιττά
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
update
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
updated
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
updates
/ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
verb
/vɜːb/ = NOUN: ρήμα;
USER: ρήμα, ρήματος, verb, ρημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
verbs
/vɜːb/ = NOUN: ρήμα;
USER: ρήματα, ρημάτων, τα ρήματα, ρήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
vs
= USER: vs, εναντίον, έναντι, εναντίον της, εναντίον του
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
wants
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weather
/ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός;
VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι;
USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
websites
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whenever
/wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις;
USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wine
/waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος;
VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί;
USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
wordier
/ˈwɜː.di/ = ADJECTIVE: φλύαρος, πολύλοiος, μακρολόiος;
USER: wordier,
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
writing
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως
GT
GD
C
H
L
M
O
written
/ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός;
USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής
GT
GD
C
H
L
M
O
wrong
/rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα;
ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος;
VERB: αδικώ;
USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος
GT
GD
C
H
L
M
O
yes
/jes/ = INTERJECTION: Ναί!;
USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
641 words