Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accomplish /əˈkʌm.plɪʃ/ = VERB: εκπληρώ, συμπληρώ, πραγματοποιώ; USER: ολοκληρώσει, ολοκληρώσουν, επιτευχθεί, επιτύχει, επίτευξη

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
action /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adding /æd/ = NOUN: άθροιση; ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών; USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
adjective /ˈædʒ.ek.tɪv/ = NOUN: επίθετο; USER: επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που

GT GD C H L M O
advent /ˈæd.vent/ = NOUN: έλευση, άφιξη; USER: έλευση, εμφάνιση, άφιξη

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
alert /əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση; NOUN: συναγερμός; USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει

GT GD C H L M O
alerts /əˈlɜːt/ = NOUN: ale, ζύθος, είδος μπύρας; USER: ειδοποιήσεις, ενημερώνεστε, καταχωρήσεων, προειδοποιήσεις, Alerts

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
amend /əˈmend/ = VERB: τροποποιώ, διορθώ, διορθώνω; USER: τροποποιήσει, τροποποιεί, τροποποιούν, τροποποίηση, τροποποίησης

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
api /ˌeɪ.piˈaɪ/ = USER: api, ΑΡΙ, την API, API για

GT GD C H L M O
apostrophes /əˈpɒs.trə.fi/ = NOUN: απόστροφος, αποστροφή; USER: αποστρόφους, αποστρόφους iια, απόστροφοι, αποστρόφων,

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
apply /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
argument /ˈɑːɡ.jʊ.mənt/ = NOUN: επιχείρημα, συζήτηση, λογομαχία; USER: επιχείρημα, επιχειρηματολογία, το επιχείρημα, άποψη, επιχείρημα αυτό

GT GD C H L M O
arguments /ˈɑːɡ.jʊ.mənt/ = NOUN: επιχείρημα, συζήτηση, λογομαχία; USER: επιχειρήματα, τα επιχειρήματα, επιχειρημάτων, επιχειρηματολογία, επιχειρήματά

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assigned /əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω; USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί

GT GD C H L M O
assigns /əˈsaɪn/ = USER: αναθέτει, εκχωρεί, αντιστοιχίζει, αποδίδει, προσδίδει

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
assuming /əˈso͞om/ = VERB: υποθέτω, θεωρώ, λαμβάνω, προσλαμβάνω, αξιώ; USER: υποθέτοντας, θεωρώντας, αναλαμβάνοντας, αν υποτεθεί, παραδοχή

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
aware /əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων; VERB: αντιλαμβάνομαι; USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basically /ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς; USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
bot /bɒt/ = USER: bot, του bot, bot με, το bot

GT GD C H L M O
bots /bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots

GT GD C H L M O
bottles /ˈbɒt.l̩/ = NOUN: φιάλη, μπουκάλι, μπουκαπόρτα, μποτιλιά; VERB: μποτιλιάρω; USER: μπουκάλια, φιάλες, φιαλών, μπουκαλιών, φιαλίδια

GT GD C H L M O
brief /briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς; NOUN: περίληψη; VERB: συνοψίζω; USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες

GT GD C H L M O
brown /braʊn/ = ADJECTIVE: καστανός, φαιός, καφές, μελαμψός; NOUN: καστανόχρους; USER: καφέ, καστανό, brown, καστανά, καφετιά

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
builder /ˈbɪl.dər/ = NOUN: οικοδόμος; USER: οικοδόμος, Builder, Δόμηση, κατασκευαστή, οικοδόμου

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
carry /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cases /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
chatbot /ˈtʃæt.bɒt/ = USER: chatbot, του chatbot,

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
choices /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; USER: επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογή, επιλογές που

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
clause /klɔːz/ = NOUN: ρήτρα, όρος, πρόταση, παράγραφος, αίρεση, άρθρο συνθήκης, πρόταση συντακτική, ρήτρα συμβολαίου; USER: ρήτρα, ρήτρας, διάταξη, ρήτρα περί, ρήτρα που

GT GD C H L M O
clicks /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε

GT GD C H L M O
closed /kləʊzd/ = ADJECTIVE: κλειστό, κλειστός; USER: κλειστό, κλειστός, κλείσει, έκλεισε, κλειστά, κλειστά

GT GD C H L M O
clue /kluː/ = NOUN: ένδειξη, ίχνος, νύξη, νήμα; USER: ένδειξη, ιδέα, ιδέα για, παραμικρή ιδέα, ένδειξη για

GT GD C H L M O
collect /kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο; NOUN: προσευχή; USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή

GT GD C H L M O
collection /kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός; USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
command /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή

GT GD C H L M O
commands /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
computational /kɒm.pjʊˈteɪ.ʃən.əl/ = USER: υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικά, Υπολογιστικής

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
configured /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμιστεί, διαμορφωθεί, διαμορφωμένη, διαμορφωμένο, διαμορφώνεται

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
confirms /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνει, επιβεβαιώνει την, βεβαιώνει, επιβεβαιώνει τη, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
confusing /kənˈfjuː.zɪŋ/ = VERB: μπερδεύω, συγχέω, σαστίζω, συγχίζω; USER: σύγχυση, συγχέοντας, συγχέει, προκαλεί σύγχυση, δημιουργεί σύγχυση

GT GD C H L M O
confusion /kənˈfjuː.ʒən/ = NOUN: zmatek, chaos, rozpaky, blázinec; USER: σύγχυση, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, η σύγχυση

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
consult /kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται, συμβουλευτείτε το

GT GD C H L M O
contractions /kənˈtræk.ʃən/ = NOUN: συστολή, σύσπαση, συναίρεση, στένεμα, συνηρημένη λέξη; USER: συσπάσεις, συστολές, συστολών, συσπάσεων, τις συστολές, τις συστολές

GT GD C H L M O
contribute /kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ; USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
conversely /ˈkɒn.vɜːs/ = ADVERB: αντίστροφως; USER: Αντίστροφα, Αντιστρόφως, Αντίθετα, Αντιθέτως

GT GD C H L M O
convert /kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω; NOUN: προσήλυτος; ADJECTIVE: προσήλυτος; USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή

GT GD C H L M O
convey /kənˈveɪ/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, αποδίδω, εκχωρώ; USER: μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, μεταδώσει, να μεταφέρει

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
correctly /kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά; USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
critical /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός; USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα

GT GD C H L M O
critically /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADVERB: κρισίμως, κρίσιμα, επικριτικά; USER: κρίσιμα, κρισίμως, επικριτικά, κριτικά, κριτικό πνεύμα

GT GD C H L M O
crm = USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customize /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμογή, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις

GT GD C H L M O
cutesy /ˈkjuːt.si/ = USER: iλυκανάλατα, τα cutesy, τα iλυκανάλατα, cutesy, συμπαiή του,

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
datatype = USER: datatype, τύπος δεδομένων, τύπο δεδομένων, τύπου δεδομένων, τον τύπο δεδομένων"

GT GD C H L M O
datatypes = USER: datatypes, τύπων δεδομένων, τύπους δεδομένων, τύποι δεδομένων, Οι τύποι δεδομένων"

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
decided /dɪˈsaɪ.dɪd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος, αποφασιστικός, αναμφισβήτητος, ξεκάθαρος; USER: αποφάσισε, αποφάσισε να, αποφασιστεί, αποφάσισαν, αποφασίστηκε

GT GD C H L M O
define /dɪˈfaɪn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζουν, καθορίσουν, καθορίζουν, καθορίσει, καθορίζει

GT GD C H L M O
defined /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
defining /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορισμό, τον καθορισμό, τον ορισμό, καθορισμού, καθορισμό

GT GD C H L M O
delete /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί

GT GD C H L M O
deleted /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγράφεται, διαγραφεί, διαγράφονται, διαγραφούν, διαγραφή

GT GD C H L M O
description /dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος; USER: περιγραφή, περιγραφη, περιγραφής, Περιγραφή Το

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
detect /dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω; USER: ανίχνευση, ανιχνεύσει, ανιχνεύουν, ανιχνεύει, εντοπίσει

GT GD C H L M O
detects /dɪˈtekt/ = VERB: διακρίνω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω; USER: ανιχνεύει, εντοπίζει, ανιχνεύσει, εντοπίσει, αναγνωρίζει

GT GD C H L M O
determine /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει

GT GD C H L M O
determines /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει, καθορίζει την, καθορίζει το

GT GD C H L M O
developer /dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστή, προγραμματιστής, developer, έργου, δημιουργών

GT GD C H L M O
developers /dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστές, developers, οι προγραμματιστές, Εργολάβοι, ανάπτυξη

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
difficulty /ˈdɪf.ɪ.kəl.ti/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια

GT GD C H L M O
digits /ˈdɪdʒ.ɪt/ = NOUN: ψηφίο, αριθμός, δάκτυλος; USER: ψηφία, ψηφίων, θέσεις, αριθμούς, ψηφίο

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
distinguish /dɪˈstɪŋ.ɡwɪʃ/ = VERB: διακρίνω, ξεχωρίζω; USER: διακρίνουν, διάκριση, διακρίνει, διακρίνουμε, διακρίνονται

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
dog /dɒɡ/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων; USER: σκύλος, σκυλί, σκύλου, σκύλο, σκυλιών

GT GD C H L M O
dogs /dɒn/ = NOUN: σκυλί, σκύλος, κύων; USER: σκύλους, σκύλοι, σκυλιά, σκύλων, τα σκυλιά

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
dot /dɒt/ = NOUN: τελεία, κουκκίδα, στιγμή, προίκα, σημείο στίξης; VERB: στίζω; USER: τελεία, κουκκίδα, dot, κουκίδα, κουκκίδων

GT GD C H L M O
downs /daʊn/ = NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: downs, κατεβάζει, αποσβέσεις, καταδιώκει, τα κάτω

GT GD C H L M O
drop /drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα; VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop

GT GD C H L M O
dropdown = USER: αναπτυσσόμενο, dropdown, αναπτυσσόμενη, αναπτυσσόμενο μενού, αναπτυσσόμενα

GT GD C H L M O
drown /draʊn/ = VERB: πνίγω, πνίγομαι; USER: πνίγω, πνίγομαι, πνίγονται, πνιγεί, πνίξει

GT GD C H L M O
dynamic /daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός; USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής

GT GD C H L M O
dynamically /daɪˈnæm.ɪk/ = USER: δυναμικά, δυναμική, δυναμικό, δυναμικώς, δυναμικής

GT GD C H L M O
dynamics /daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική; USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
easier /ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο

GT GD C H L M O
edit /ˈed.ɪt/ = VERB: εκδίδω, συντάσσω; USER: επεξεργαστείτε, επεξεργασία, να επεξεργαστείτε, επεξεργαστείτε το, επεξεργαστείτε τις

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
enters /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισέρχεται, μπαίνει, εισέρχεται σε, εισάγει, τεθεί

GT GD C H L M O
essential /ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης; USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
eventually /ɪˈven.tju.əl.i/ = ADVERB: τελικά; USER: τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς

GT GD C H L M O
everyday /ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός; USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
examining /ɪɡˈzæm.ɪn/ = VERB: εξετάζω, περιεργάζομαι; USER: εξετάζοντας, εξέταση, την εξέταση, εξετάζει, εξέτασης

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
except /ɪkˈsept/ = PREPOSITION: εκτός, πλην; USER: εκτός, πλην, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση

GT GD C H L M O
exception /ɪkˈsep.ʃən/ = NOUN: εξαίρεση; USER: εξαίρεση, εκτός, εξαιρουμένων, πλην, εξαίρεσης

GT GD C H L M O
execute /ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί

GT GD C H L M O
execution /ˌek.sɪˈkjuː.ʃən/ = NOUN: εκτέλεση, θανάτωση; USER: εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, εκτέλεση του

GT GD C H L M O
exist /ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν

GT GD C H L M O
expanded /ikˈspand/ = ADJECTIVE: αναπτυγμένος; USER: επεκτάθηκε, επεκταθεί, επέκτεινε, διευρυνθεί, επεκταθούν

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
experienced /ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος; USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι

GT GD C H L M O
explain /ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξηγήσει, να εξηγήσει, εξηγούν, εξηγήσουν, εξηγεί

GT GD C H L M O
explaining /ɪkˈspleɪ.nɪŋ/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξηγώντας, εξηγεί, εξηγούν, εξήγηση, εξηγήσει

GT GD C H L M O
explicitly /ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς

GT GD C H L M O
extend /ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει

GT GD C H L M O
familiar /fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης; USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
fill /fɪl/ = NOUN: γέμισμα, πλησμονή; VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ; USER: γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει

GT GD C H L M O
filling /ˈfɪl.ɪŋ/ = NOUN: πλήρωση, σφράγισμα, ρίνισμα, σφράγισμα δοντίου; ADJECTIVE: χορταστικός; USER: πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, συμπληρώνοντας, συμπλήρωση

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
fine /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; ADVERB: ωραία; ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός; VERB: επιβάλλω; USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά

GT GD C H L M O
flow /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή

GT GD C H L M O
flowers /ˈflaʊ.ər/ = NOUN: λουλούδι, άνθος; USER: λουλούδια, άνθη, τα λουλούδια, λουλουδιών

GT GD C H L M O
focuses /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; USER: εστιάζει, εστιάζεται, επικεντρώνεται, επικεντρώνει

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
followed /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forecast /ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία; VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
garlic /ˈɡɑː.lɪk/ = NOUN: σκόρδο; USER: σκόρδο, το σκόρδο, σκόρδου, σκόρδα, σκόρδων

GT GD C H L M O
generic /dʒəˈner.ɪk/ = ADJECTIVE: γενικός, γένους; USER: γένους, γενικός, γενική, γενικές, γενικό

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
getting /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
goals /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
gui /ˈɡuː.i/ = USER: gui, γραφικό περιβάλλον, γραφικό, GUI για

GT GD C H L M O
guide /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω; USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
historical /hɪˈstɒr.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιστορικός; USER: ιστορικός, ιστορική, ιστορικό, ιστορικά, ιστορικές

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
http /ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: http, διεύθυνση http

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humans /ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
hyphen /ˈhaɪ.fən/ = NOUN: ενωτικό, ενωτικό σημείο, υφέν; USER: ενωτικό, ενωτικό σημείο, παύλα, ενωτικού, παύλας

GT GD C H L M O
hyphens /ˈhaɪ.fən/ = NOUN: ενωτικό, ενωτικό σημείο, υφέν; USER: ενωτικά, παύλες, τις παύλες,

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
ideally /aɪˈdɪə.li/ = USER: ιδανικά, ιδανική, ιδανική περίπτωση, στην ιδανική περίπτωση, σε ιδανική

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
idiom /ˈɪd.i.əm/ = NOUN: ιδίωμα, ιδιωματισμός; USER: ιδίωμα, ιδιώματος, Λόγος, ιδιωματισμός, ιδίωμα που

GT GD C H L M O
idiomatic /ˌɪd.i.əˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: ιδιωματικός; USER: ιδιωματικός, ιδιωματικούς, ιδιωματικές, ιδιωματισμούς, ιδιωματική

GT GD C H L M O
idioms /ˈɪd.i.əm/ = NOUN: ιδίωμα, ιδιωματισμός; USER: ιδιώματα, ιδιωματισμοί, ιδιωμάτων, ιδιωματισμούς, ιδιωματισμών

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
imagine /ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι; USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
improved /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
infinitive /ɪnˈfɪn.ɪ.tɪv/ = NOUN: απαρέμφατο; USER: απαρέμφατο, απαρεμφάτου, άπειρες, infinitive

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
informative /inˈfôrmətiv/ = ADJECTIVE: πληροφοριακός, ειδοποιητήριος; USER: πληροφοριακός, ενημερωτικό, ενημερωτική, κατατοπιστική, πληροφοριακό

GT GD C H L M O
input /ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη; USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
integrate /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intent /ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων; ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος; USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση

GT GD C H L M O
interact /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
interacts /ˌɪn.təˈrækt/ = USER: αλληλεπιδρά, αλληλεπιδρούν, συνεργάζεται, αντιδρά, αλληλεπίδραση

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interpret /ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ; USER: ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεία, ερμηνεύουν, ερμηνεύει

GT GD C H L M O
interpretation /ɪnˌtɜː.prɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: ερμηνεία, εξήγηση; USER: ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας

GT GD C H L M O
interpreter /inˈtərpritər/ = NOUN: διερμηνέας, ερμηνευτής; USER: διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων

GT GD C H L M O
interprets /ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ; USER: ερμηνεύει, ερμηνεύει το, ερμηνεύει τις, ερμηνεία, ερμηνεύει την

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
involve /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issue /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
itself /ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό; USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
jon = USER: jon, Ο Jon, Τζον, τον Jon

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keyboard /ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά; USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό, του πληκτρολογίου

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinds /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
knowing /ˈnəʊ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: γνωρίζων, έξυπνος; USER: γνωρίζοντας, ξέροντας, γνωρίζει, να γνωρίζει, γνωρίζουν

GT GD C H L M O
label /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα; VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος

GT GD C H L M O
labeled /ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
lengthy /ˈleŋ.θi/ = ADJECTIVE: εκτενής, μάκρος; USER: εκτενής, μακρά, χρονοβόρες, χρονοβόρα, μακρές

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
letters /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: γράμματα, επιστολές, γραμμάτων, τα γράμματα, επιστολών

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
likely /ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης; USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
linguistics /lɪŋˈɡwɪs.tɪks/ = NOUN: γλωσσολογία; USER: γλωσσολογία, Γλωσσολογίας, τη γλωσσολογία, της γλωσσολογίας, Linguistics

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
locate /ləʊˈkeɪt/ = NOUN: εγκατάσταση; VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίσει, εντοπίστε, εντοπισμό

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
looks /lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό; USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται

GT GD C H L M O
lost /lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία; USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την

GT GD C H L M O
lots /lɒt/ = NOUN: πλήθος, μπόλικος; USER: παρτίδες, παρτίδων, πολλά, τμήματα, μέρη, μέρη

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
mapped /mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χαρτογραφηθεί, χαρτογραφήθηκαν, χαρτογραφείται, αντιστοιχίζεται, αντιστοιχίζονται

GT GD C H L M O
mapping /mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, χαρτογράφηση των, αντιστοίχιση

GT GD C H L M O
mark = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
match /mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο; VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν

GT GD C H L M O
matches /mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο; VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι; USER: σπίρτα, αγώνες, αγώνων, εγγραφές, αντιστοιχία

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
meaning /mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα; USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
mentioned /ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω; USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
menus /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, τα μενού, μενού του, επιλογές

GT GD C H L M O
merely /ˈmɪə.li/ = ADVERB: απλώς; USER: απλώς, μόνο, απλά, μόνον, απλή

GT GD C H L M O
message /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
messaging /ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
mindset /ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης

GT GD C H L M O
minimal /ˈmɪn.ɪ.məl/ = ADJECTIVE: ελάχιστος, μηδαμινός, κατώτατος, παραμικρός; USER: ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο, ελάχιστες, ελάχιστα

GT GD C H L M O
minimize /ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω; USER: ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποιηθεί

GT GD C H L M O
modified = VERB: τροποποιώ, μεταρρυθμίζω, μετασχηματίζω; USER: τροποποιημένο, τροποποιημένα, τροποποιήθηκε, τροποποιημένων, τροποποιηθεί

GT GD C H L M O
modifiers = NOUN: τροποποιητής; USER: τροποποιητές, τροποποιητικά, τροποποιητών, τροποποιητές της, τροποποιητικά της"

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
names /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των

GT GD C H L M O
naming /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονοματοδοσία, ονομασία, ονομάζοντας, ονοματοδοσίας, την ονοματοδοσία

GT GD C H L M O
narrows /ˈnær.əʊz/ = VERB: στενεύω; USER: στενεύει, περιορίζει, μειώνει τη διάμετρο, μειώνει τη διάμετρο των, μειώνει τη

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needed /ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
nice /naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος; NOUN: νίκαια, ακριβολόγος; USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό

GT GD C H L M O
nlp = USER: NLP, ΕΦΓ, το NLP, ΝΓΠ

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
noise /nɔɪz/ = NOUN: θόρυβος, βοή, κρότος, τύρβη, σαματάς; VERB: διαδίδω; USER: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ο θόρυβος

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
notification /ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία; USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης

GT GD C H L M O
notify /ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ; USER: κοινοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, ενημερώνει, γνωστοποιεί

GT GD C H L M O
noun /naʊn/ = NOUN: όνομα, ουσιαστικό; USER: όνομα, ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, ουσιαστικών

GT GD C H L M O
nouns /naʊn/ = NOUN: όνομα, ουσιαστικό; USER: ουσιαστικά, ουσιαστικών, γλώσσα, τα ουσιαστικά

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numeric /njuːˈmerɪk/ = ADJECTIVE: αριθμητικός; USER: αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητική, αριθμητικά, αριθμητικές

GT GD C H L M O
object /ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα; VERB: αντιλέγω; USER: αντικείμενο, σκοπός, αντικειμένου, αντικείμενο της, αντικειμένων

GT GD C H L M O
objects /ˈɒb.dʒɪkt/ = NOUN: αντικείμενο, σκοπός, πράγμα; VERB: αντιλέγω; USER: αντικείμενα, αντικειμένων, τα αντικείμενα, αντικείμενα που

GT GD C H L M O
obvious /ˈɒb.vi.əs/ = ADJECTIVE: φανερός, πρόδηλος, πασιφανής, ευνόητος, καταφάνερος; USER: προφανή, προφανές, προφανείς, προφανής, φανερό

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ones /wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opportunities = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
opportunity = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organizes /ˈɔː.ɡən.aɪz/ = VERB: οργανώνω, διοργανώνω; USER: διοργανώνει, οργανώνει, οργανώνει τις

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
parentheses /pəˈrenTHəsis/ = NOUN: παρένθεση; USER: παρενθέσεις, παρένθεση, παρενθέσεων, παρενθέσεως, παρένθεσης

GT GD C H L M O
parse /pɑːs/ = VERB: αναλύω πρόταση, τεχνολογώ, αναλύω λέξη; USER: αναλύσει, να αναλύσει, δυνατή η ανάλυση, αναλύει, parse

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
participle = NOUN: μετοχή, μετοχή γραμματικής; USER: μετοχή, μετοχής, participle, μετοχή γραμματικής

GT GD C H L M O
past /pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν; PREPOSITION: μετά; ADVERB: πέραν; ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος; USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος

GT GD C H L M O
pattern /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; VERB: αντιγράφω, απομιμούμαι; USER: πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο, σχέδιο, προτύπου

GT GD C H L M O
patterns /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
pepperoni /ˌpepəˈrōnē/ = NOUN: πεπερόνι; USER: πεπερόνι, pepperoni, πιπεριά,

GT GD C H L M O
perform /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε

GT GD C H L M O
periods /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: έμμηνα; USER: περιόδων, περιόδους, περίοδοι, χρονικές περιόδους, περιόδους που

GT GD C H L M O
permanently /ˈpərmənəntlē/ = ADVERB: μόνιμα; USER: μόνιμα, οριστικά, μόνιμη, μονίμως, διαρκώς

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
perspective /pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη; ADJECTIVE: προοπτικός; USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής

GT GD C H L M O
phrase /freɪz/ = NOUN: φράση; VERB: εκφράζω; USER: φράση, φράσης, πρόταση, έκφραση, ιδιωματική έκφραση

GT GD C H L M O
picking /pik/ = NOUN: συλλογή; USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας

GT GD C H L M O
pithier /ˈpɪθ.i/ = ADJECTIVE: μυελώ'ης, σθεναρός, νευρώ'ης; USER: pithier,

GT GD C H L M O
pity /ˈpɪt.i/ = NOUN: κρίμα, έλεος, οίκτος, ευσπλαχνία; VERB: οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι; USER: κρίμα, οίκτο, λυπηρό το γεγονός, λυπηρό το, pity

GT GD C H L M O
pizza /ˈpiːt.sə/ = NOUN: πίτσα, πίτα με τομάτες και τυρί; USER: πίτσα, Pizza, πίτσας, πίτσες

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
poor /pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος; USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές

GT GD C H L M O
populated /ˈpɒp.jʊ.leɪt/ = VERB: κατοικώ, οικίζω; USER: κατοικείται, κατοικημένες, πυκνοκατοικημένη, κατοικούνται, συμπληρωθεί

GT GD C H L M O
possessives = USER: Κτητικά,

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
possibly /ˈpɒs.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανόν; USER: πιθανώς, πιθανόν, ενδεχομένως, ίσως

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
practices /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που

GT GD C H L M O
pre /priː-/ = PREFIX: προ-; USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από

GT GD C H L M O
predefined /ˌprēdiˈfīnd/ = ADJECTIVE: προκαθορισμένος; USER: προκαθορισμένος, προκαθορισμένες, προκαθορισμένο, προκαθορισμένη, προκαθορισμένα

GT GD C H L M O
preposition /ˌprep.əˈzɪʃ.ən/ = NOUN: πρόθεση, πρόθεση γραμματικής; USER: πρόθεση, πρόθεση από, εμπρόθετο, πρόθεση γραμματικής

GT GD C H L M O
prepositions /ˌprep.əˈzɪʃ.ən/ = NOUN: πρόθεση, πρόθεση γραμματικής; USER: προθέσεις, προθέσεων, οι προθέσεις, τις προθέσεις, προεπιλεγμένες θέσεις

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
primarily /praɪˈmer.ɪ.li/ = ADVERB: πρωτίστως, αρχικά; USER: πρωτίστως, αρχικά, κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
probably /ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά; USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
processed /ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
prompt /prɒmpt/ = VERB: υπενθυμίζω, παρορμώ, παρακινώ; ADJECTIVE: πρόθυμος, ταχύς; USER: εντολών, προτρέψει, παρακινήσει, ωθήσει, ζητήσει

GT GD C H L M O
pronounce /prəˈnaʊns/ = VERB: προφέρω, απαγγέλω, εκφωνώ, δηλώ; USER: προφέρω, προφέρεται η λέξη, προφέρετε, προφέρει, προφέρεται

GT GD C H L M O
pronounced /prəˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: σαφής, ορισμένος; USER: σαφής, έντονη, προφέρεται, έντονες, έντονο

GT GD C H L M O
pronouns /ˈprəʊ.naʊn/ = NOUN: αντωνυμία; USER: αντωνυμίες, αντωνυμιών, οι αντωνυμίες, αντωνυμία

GT GD C H L M O
pronunciation /prəˌnʌn.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκφώνηση, προφορά; USER: προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς, την προφορά, την προφορά

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
punctuation /ˌpʌŋk.tjuˈeɪ.ʃən/ = NOUN: στίξη; USER: στίξη, στίξης, σημεία στίξης, τη στίξη, σημείων στίξης

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
queen /kwiːn/ = NOUN: βασίλισσα, ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης; USER: βασίλισσα, Queen, βασίλισσας, κρεβάτι queen, ντάμα

GT GD C H L M O
query /ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία; VERB: ερωτώ, εξετάζω, ζητώ, ζητώ να μάθω; USER: απορία, ερώτηση, ερώτημα, το ερώτημα, ερωτήματος

GT GD C H L M O
querying /ˈkwɪə.ri/ = VERB: ερωτώ, εξετάζω, ζητώ, ζητώ να μάθω; USER: επερώτηση, επερωτήσεις, ρωτώντας, ερωτημάτων, επερωτήσεων

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
recognized /ˈrek.əɡ.naɪzd/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος; USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε

GT GD C H L M O
recognizes /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται

GT GD C H L M O
recurring /rɪˈkɜː.rɪŋ/ = VERB: επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι, συμβαίνω πάλι, ανατρέχω; USER: επαναλαμβανόμενα, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενων, επαναλαμβανόμενη

GT GD C H L M O
redundant /rɪˈdʌn.dənt/ = ADJECTIVE: περιττός, πλεοναστικός; NOUN: πλεονάζων, υπεράριθμος, περισσός; USER: περιττός, πλεονάζων, περιττή, περιττές, απολύονται

GT GD C H L M O
refer /riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται

GT GD C H L M O
reference /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που

GT GD C H L M O
referring /rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: παραπέμποντας, αναφερόμενος, αναφέρεται, αιτούν, αναφέρονται

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relatively /ˈrel.ə.tɪv.li/ = USER: σχετικά, σχετικώς

GT GD C H L M O
remap = USER: remap, remap υπάρχει, του ReMap,

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
remembering /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμόμαστε, να θυμόμαστε, ανάμνηση, θυμάται, θυμηθούμε

GT GD C H L M O
remembers /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάται, θυμούνται, θυμηθεί, θυμάται ο, θυμάται τις

GT GD C H L M O
remembrance /rɪˈmem.brəns/ = NOUN: μνήμη, ανάμνηση, ενθύμηση, ενθύμιο; USER: ανάμνηση, μνήμη, ενθύμηση, μνήμης, διατήρηση της μνήμης

GT GD C H L M O
represent /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν

GT GD C H L M O
request /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
responses /rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο; USER: απαντήσεις, απαντήσεων, αντιδράσεις, αποκρίσεις, ανταποκρίσεις

GT GD C H L M O
reuse /ˌriːˈjuːz/ = USER: επαναχρησιμοποίηση, την επαναχρησιμοποίηση, επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούν, επαναχρησιμοποίησης

GT GD C H L M O
roughly /ˈrʌf.li/ = ADVERB: βάναυσως, τραχέως; USER: περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, σχεδόν

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
rule /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: αποφανθεί, αποκλείει, κανόνα, αποκλειστεί, αποκλείσει, αποκλείσει

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
salesforce = USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
saying /ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία; USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
sentence /ˈsen.təns/ = NOUN: πρόταση, καταδίκη, απόφαση; VERB: καταδικάζω; USER: πρόταση, καταδίκη, φράση, περίοδος, ποινή, ποινή

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
setup /ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
shop /ʃɒp/ = NOUN: κατάστημα, μαγαζί, εργαστήριο; VERB: ψωνίζω; USER: κατάστημα, shop, ψωνίσετε, ψωνίζουν, ψωνίσει

GT GD C H L M O
short /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής; USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής

GT GD C H L M O
shorter /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος; USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
similarly /ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως; USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simpler /ˈsɪm.pl̩/ = USER: απλούστερη, απλούστερο, απλούστερες, απλούστερα, απλό

GT GD C H L M O
simplified /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ; USER: απλοποιημένη, απλουστευμένη, απλουστευμένες, απλοποιημένο, απλοποιηθεί

GT GD C H L M O
simulating /ˈsɪm.jʊ.leɪt/ = VERB: προσποιούμαι, υποκρίνομαι; USER: προσομοίωση, προσομοιώνοντας, προσομοιώνει, προσομοίωσης, προσομοιώνουν

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
slash /slæʃ/ = NOUN: κόψιμο, εγκοπή, επιμήκης; VERB: πετσοκόβω, σχίζω, κόπτω; USER: κάθετο, slash, κάθετος, περικοπούν, μειώσει

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
solar /ˈsəʊ.lər/ = ADJECTIVE: ηλιακός; USER: ηλιακός, ηλιακή, ηλιακής, ηλιακό, ηλιακών

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
someone /ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
somewhat /ˈsʌm.wɒt/ = ADVERB: κάπως; PRONOUN: κάτι; USER: κάπως, λίγο, ελαφρώς, κάποιο τρόπο, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
sound /saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό; ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος; VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ; USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
spaces /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: χώρους, χώροι, χώρων, Απαγορεύεται, Απαγορεύεται το

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
specified /ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω; USER: καθορίζεται, προσδιορίζονται, καθορίζονται, ορίζεται, ορίζονται

GT GD C H L M O
specify /ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω; USER: καθορίσετε, προσδιορίζουν, προσδιορίζει, καθορίστε, καθορίζουν

GT GD C H L M O
specifying /ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω; USER: προσδιορίζοντας, διευκρινίζοντας, καθορίζοντας, προσδιορίζει, καθορισμό

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
split /splɪt/ = NOUN: σπλιτ, διαίρεση, σχίσμα, σχισμή; VERB: χωρίζω, σχίζω; ADJECTIVE: σχιστός, σχισμένος; USER: διαίρεση, χωρίζεται, χωρίσει, χωριστεί, διάσπαση

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
static /ˈstæt.ɪk/ = ADJECTIVE: στατικός; NOUN: στατικός ηλεκτρισμός; USER: στατικός, στατική, στατικό, στατικές, στατικής

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stories /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορίες, τις ιστορίες, ιστοριών, οι ιστορίες, ιστορίες που, ιστορίες που

GT GD C H L M O
subject /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; ADJECTIVE: υποκείμενος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
sufficient /səˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: επαρκής, αρκετός, ικανός; USER: επαρκής, αρκετός, επαρκή, επαρκείς, αρκεί

GT GD C H L M O
supplied /səˈplaɪ/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: παρέχονται, παρέχεται, που παρέχονται, που παρέχεται, παραδίδονται

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
symbol /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που

GT GD C H L M O
symbols /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολα, συμβόλων, τα σύμβολα, σύμβολα που

GT GD C H L M O
synonyms /ˈsɪn.ə.nɪm/ = NOUN: συνώνυμο; USER: συνώνυμα, συνωνύμων, συνώνυμά, λέξης, synonyms

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
task /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών

GT GD C H L M O
tasks /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
telling /ˈtel.ɪŋ/ = NOUN: λέγων; ADJECTIVE: αποτελεσματικός; USER: λέει, αφήγηση, λέγοντας, λέγοντάς, λένε

GT GD C H L M O
tells /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει

GT GD C H L M O
temperature /ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός; USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
terminology = NOUN: ορολογία; USER: ορολογία, ορολογίας, ορολογία που, την ορολογία, της ορολογίας

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
ticket /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια

GT GD C H L M O
tied /taɪ/ = VERB: δένω, ισοψηφώ; USER: δεμένα, συνδεδεμένη, δεσμευμένο, δεμένο, δεμένη

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
tolerable /ˈtɒl.ər.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποφερτός; USER: ανεκτός, ανεκτό, ανεκτή, ανεκτά, ανεκτού

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
toppings /ˈtɒp.ɪŋ/ = NOUN: επικάλυψη; USER: toppings, καλύμματα, επικαλύψεις, έξτρα, κεφαλές,

GT GD C H L M O
tweet /twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού; VERB: τσιτσιρίζω; USER: τιτίβισμα, Tweet, Μεταβείτε, τσιτσιρίζω, χρήση των

GT GD C H L M O
tweets /twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού; USER: tweets, τα tweet, Προσθήκη αυτής, Προσθήκη αυτής της

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
typically /ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς

GT GD C H L M O
typing /ˈtaɪ.pɪŋ/ = NOUN: δακτυλογραφία; USER: πληκτρολόγηση, πληκτρολογώντας, δακτυλογράφηση, πληκτρολογείτε, την πληκτρολόγηση

GT GD C H L M O
underground /ˈəndərˌground/ = ADJECTIVE: υπόγειος, μυστικός, υποχθόνιος; NOUN: υπέδαφος, υπόγειος σιδηρόδρομος, μυστική οργάνωση πατριώτων; USER: υπόγειος, υπέδαφος, υπόγειος σιδηρόδρομος, υπόγειο, υπόγεια

GT GD C H L M O
underscores /ˌʌn.dəˈskɔːr/ = USER: υπογραμμίζει, υπογράμμισης, τονίζει, υπογραμμίζει την, κάτω παύλες

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
uniquely /jʊˈniːk/ = ADVERB: μοναδικώς; USER: μοναδικώς, μοναδικά, μοναδικό, μοναδική, μοναδικό τρόπο

GT GD C H L M O
unnecessary /ʌnˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: περιττός, όχι αναγκαίος, αναναγκαίος; USER: περιττός, περιττή, περιττές, περιττό, περιττά

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
update /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
updated /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε

GT GD C H L M O
updates /ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
values /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές

GT GD C H L M O
verb /vɜːb/ = NOUN: ρήμα; USER: ρήμα, ρήματος, verb, ρημάτων

GT GD C H L M O
verbs /vɜːb/ = NOUN: ρήμα; USER: ρήματα, ρημάτων, τα ρήματα, ρήματα που

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
vs = USER: vs, εναντίον, έναντι, εναντίον της, εναντίον του

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weather /ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός; VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι; USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
websites /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wine /waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος; VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί; USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
wordier /ˈwɜː.di/ = ADJECTIVE: φλύαρος, πολύλοiος, μακρολόiος; USER: wordier,

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
writing /ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα; USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως

GT GD C H L M O
written /ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός; USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής

GT GD C H L M O
wrong /rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα; ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος; VERB: αδικώ; USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

641 words